ὑπόνομος

ὑπόνομος
ὑπόνομος
undermined
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπόνομος — ο / ὑπόνομος, ον, ΝΑ, και θηλ. υπόνομος, η, Ν το αρσ. ως ουσ. 1. υπόγειος οχετός ή υπόγεια στοά για την αποχέτευση τών ακάθαρτων και όμβριων υδάτων 2. υπόγειο πέρασμα (α. «οι πολιορκούμενοι επικοινωνούσαν με τις άλλες πόλεις με υπονόμους» β.… …   Dictionary of Greek

  • υπόνομος — ο 1. υπόγεια στοά ή οχετός για αποχέτευση των ακάθαρτων νερών, αμάρα: Καθαρίζουν τους υπονόμους. 2. τρύπα σε πέτρωμα γεμάτη από εκρηκτική ύλη για εκτέλεση λατομικών έργων, φουρνέλο, μίνα: Είναι έτοιμοι οι υπόνομοι για έκρηξη. 3. υπόγειο αμυντικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπονόμω — ὑπόνομος undermined masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑπόνομος undermined masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόνομον — ὑπόνομος undermined masc/fem acc sg ὑπόνομος undermined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπονόμοις — ὑπόνομος undermined masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπονόμου — ὑπόνομος undermined masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπονόμους — ὑπόνομος undermined masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπονόμων — ὑπόνομος undermined masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπονόμῳ — ὑπόνομος undermined masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόνομα — ὑπόνομος undermined neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”